Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Κυριακή Ε’ Λουκά: Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Κυριακή Ε’ Λουκά: Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον


Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Χτὲς πυργώσαμε ἐναντίου τους τὸν Παῦλο, ποὺ ὁρίζει· Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα θὰ τοὺς παρουσιάσωμε τὸν Κύριο τοῦ Παύλου, ὄχι νὰ τοὺς προτρέπη μόνο καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύη ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν τρυφὴ ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίζει ἐκεῖνον ποὺ ζῆ στὴν τρυφὴ καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τῶν παθημάτων τους τίποτ’ ἄλλο παρὰ τοῦτο μόνο δείχνει. Ἤ καλύτερα γιὰ νὰ μὴν προχειρολογήσω, θὰ σᾶς διαβάσω πρῶτα τὴν παραβολή. «Ζοῦσε κάποτε ἕνα πλούσιος· φοροῦσε χρυσὰ καὶ μεταξωτὰ κι ἔκανε γλέντια λαμπρά. Ἦταν κι ἔνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο. Αὐτὸς καθόταν στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου γεμᾶτος πληγὲς κι ἤθελε νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τὶς πληγὲς του». Γιὰ ποιό λόγο μιλοῦσε ὁ Κύριος μὲ παραβολὲς καὶ γιατὶ ἄλλες παραβολὲς τὶς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι, καὶ τί εἶναι ἡ παραβολὴ καὶ τὰ παρόμοια σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἐξετάσωμε, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ τώρα. Τοῦτο μόνο θὰ σᾶς πῶ· ποιὸς ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς διηγήθηκε αὐτὴν τὴν παραβολή. Εἶναι λοιπὸν ὁ Λουκᾶς μόνο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζωμε κι αὐτό· ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς ἄλλα τὰ διηγήθηκαν καὶ οἱ τέσσερες, καὶ καθένας χωριστὰ διηγήθηκε ὅ,τι ἄκουσε ἰδιαιτέρως.
Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ γίνη ἀπαραίτητη κι ἡ ἀνάγνωσση τῶν ἄλλων καὶ νὰ παρουσιαστῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Ἄν μᾶς τὰ εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα, δὲ θὰ προσέχαμε σ’ ὅλους μὲ τὴν ἴδια προθυμία· θὰ ἔφτανε ὁ ἕνας νὰ μᾶς δώση τὸ σύνολο. Ἄν πάλι τὰ ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δὲ θὰ παρουσιαζόταν ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ πολλὰ ἔγραψαν καὶ χωριστὰ πάλι ὁ καθένας ἄλλα.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ μᾶς λέει τοῦτο·   Ἦταν κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία. Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμιὰ συμφορὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ του κυλοῦσαν σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι δὲν τοῦ συνέβαινε δυσάρεστο, οὔτε λύπη, οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία, φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἔλαχε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειχνε στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι ἐκεῖνον μονάχα ποὺ κοιτόταν στὴν πόρτα του ἀλλὰ οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Γιατὶ δὲν ἦταν ὁ φτωχὸς πεσμένος σὲ κάποιο σταυροδρόμι οὔτε σ’ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα περνοδιάβαινε ὁ πλούσιος, κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἄν λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἦταν ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἄν δὲν ἐλέησε αὐτὸν ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ κατάσταση καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιός ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοῦ λυγίσει τὴν καρδιά; Γιατὶ ἄν τὸν προσπέρασε τὴν πρώτη μέρα, τὴ δεύτερη ἦταν φυσικὸ κάτι ν’ ἀντιληφθῆ. Κι ἄν δὲν τὸν πρόσεξε καὶ τότε, τὴν τρίτη τοὐλάχιστο ἤ τὴν τέταρτη ἤ τὴν παράλληλη, ἔπρεπε νὰ λυγίση ἐπὶ τέλους, ἀκόμα κι ἀπὸ τὰ θηρία ἄν ἦταν ἀγριώτερος. Τίποτα τέτοιο ὅμως δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ δικαστὴ ἐκεῖνον, ποὺ μήτε τὸ Θεὸ φοβόταν μήτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν, φάνηκε πιὸ θρασὺς καὶ πιὸ σκληρός. Ἐκεῖνον τὸν ἔπεισε ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας, ἄν κι ἦταν τραχὺς κι ἄγριος, νὰ τῆς δώση τὴ χάρη καὶ τὸν ἐλύγισε ἡ παράκλησή της. Τοῦτον ὅμως μήτε αὐτὸ δὲ στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάμη νὰ σκύψη στὸν πόνο τοῦ φτωχοῦ. Κι ὅμως δὲν ἦταν ἴση ἡ αἴτηση ἀλλὰ τούτη δῶ πολὺ εὐκολώτερη καὶ δικαιότερη. Ἡ χήρα παρακαλοῦσε νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, ἐνῶ αὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήση ποὺ αὐτὸς χανόταν. Κι ἐκείνη τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὶς παρακλήσεις της, ἐνῶ αὐτὸν ὁ πλούσιος τὸν ἔβλεπε καθημερινὰ νὰ κοίτεται σιωπηλά. Πολὺ πιὸ κατάλληλο τοῦτο νὰ μαλακώση ἡ πέτρινη γνώμη. Ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν, πολλὲς φορὲς θυμώνομε. Ὅταν ὅμως δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, περιμένουν μὲ πολλὴ σιωπὴ καὶ δὲ λένε τίποτα, κι ἐνῶ πάντα ἀποτυγχάνουν, δὲ θυμώνουν, μόνο στέκουν μπροστά μας σιωπηλά, ἀκόμα κι ἀπὸ τὶς πέτρες ἄν βρεθοῦμε πιὸ ἀναίσθητοι, ντρεπόμαστε τὴν ὑπέρμετρη πραόητά τους καὶ λυγίζομε. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἐμαλάκωσε αὐτὸ τὸ ἀνήμερο θηρίο.
Πρώτη λοιπὸν κακίαν εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἄκρα ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι ἴδιο νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή. Καὶ πάλι, ἴδιο δὲν εἶναι νὰ δῆς μιὰ καὶ δυὸ φορὲς ἕνα φτωχὸ καὶ νὰ προσπεράσης μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπης καθημερινὰ καὶ νὰ μὴ συγκινηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπὸ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μόλο ποὺ ἀδιάκοπα εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἀκόμα δὲν εἶναι ἴσο νὰ βρίσκεσαι σὲ συμφορὲς καὶ λύπες καὶ στενοχωρίες καὶ νὰ μὴ βοηθῆς τὸ διπλανό σου μὲ τὸ νὰ νιώθης τόση χαρὰ καὶ παντοντινὴ εὐτυχία καὶ ν’ ἀδιαφορῆς ὡς τὸσο ἄν ἄλλοι λιώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ κλείσης τὴν καρδιά σου χωρὶς ἡ χαρά σου νὰ σὲ κάμη πιὸ φιλάνθρωπο. Βέβαια τὸ καταλαβαίνετε τοῦτο· κι ἄν εἴμαστε ἀπ’ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στὴ φύση μας νὰ μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιὸ ἥμερους καὶ πιὸ καλούς. Αὐτὸν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δὲν τὸν ἔκαμε καλύτερον, ἀλλὰ ἔμεινε ἀποθηριωμένος καὶ πιὸ πολλὴ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία ἔκρυβε στὴν συμπεριφορά του. Κι ὅμως. Αὐτὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν κακία καὶ στὴν ἀπανθρωπία δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος, ὁ κυνηγὸς τῆς ἀρετῆς ζοῦσε σὸ βυθὸ τῆς δυστυχίας. Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τὸ φανέρωσε τὸ τέλος του καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος ἡ ὑπομονή μέσα στὴ φτώχεια του. Δὲ σᾶς φαίνεται ἄραγε πὼς βρίσκεστε μπροστὰ τὴν πραγματικότητα; Κατάμεστο τὸ πλοῖο τοῦ πλουσίου ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ ταξίδευε μὲ οὔριο ἄνεμο. Μὴ θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς γιὰ τὸ ναυάγιο, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ διαθέση τὸ ἐμπόρευμά του μὲ φόβο Θεοῦ. Νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία; Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυση. Κι αὐτὴ εἶναι ἄκρα κακία. Ὄχι τώρα ποὺ γυρεύομε τόση πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἀκοῦστε τί λέει ὁ προφήτης· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα, ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα. Τί σημαίνει «ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα»;
Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθεῖ γιὰ ἀργία. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος ἀλλὰ γιὰ νὰ ξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά. Ὅτι τὸ Σάββατο δὲν εἶναι γιὰ ἀργία ἀλλὰ προϋπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας τὸ φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ὁ ἱερέας ἐκείνη τὴν ἡμέραν ἐπιτελεῖ διπλῆ ἐργασία. Κι ἐνῶ κάθε μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε ἔχει ἐντολὴ νὰ προσφέρει διπλῆ. Ἄν τὸ σάββατο ἦταν ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀργία, ἔπρεπε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀργῆ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ λιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ, δὲν πρόσεχαν ὅμως τὰ πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαζαν, διασκέδαζαν – γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Γιατὶ ὅταν εἶπε· Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δημιουργοῦν μιὰ πονηρὴ ἡμέρα κι ὅταν πρόσθεσε· Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σάββατα ψεύτικα, ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεση πῶς ἦσαν ψεύτικα τὰ σάββατά τους. Πῶς τὰ μετέβαλλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴ διάπραξη τῆς κακίας, τὴν τρυφή, καὶ τὰ μύρια αἴσχη ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ ἀκοῦστε κάτι. Αὐτὸ ποὺ θέλω τὸ ἀποδεικνύει μ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἀμέσως· Σεῖς ποὺ κοιμᾶστε σὲ φιλντισένιες κλίνες καὶ ἀσωτεύετε στὰ τραπέζια σας, ποὺ τρῶτε κατσίκια ἀπὸ κοπάδια κι ἀπὸ ἀγέλες μοσχάρια γαλαθηνά, σεῖς ποὺ πίνετε τὸ φιλτραρισμένο κρασί καὶ ἀλείβεστε –πρώτη στάλα- τὰ μυρωδικά. Πήρατε τὸ σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν πράττετε περισσότερο. Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶσαι σὲ φιλντισένια κλινη βλακεία χειρότερη. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἐπὶ τέλους ἔχουν κάποια μικρὴ εὐχαρίστηση, ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσωτία. Τί εὐχαρίστητση ὅμως δοκιμάζει ὅποιος κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι καὶ ποιά ἱκανοποίηση; Κάνει γλυκύτερο καὶ πιὸ εὐχάριστο τὸν ὕπνο μας ἡ ὁμορφιὰ τοῦ κρεβατιοῦ; Ἄν ἔχωμε νοῦ, εἶναι πολὺ πιὸ ἐνοχλητικὸ καὶ δυσάρεστο. Ὅταν σκεφθῆς ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι στὸ φιλντισένιο κρεβάτι σου, ὁ ἄλλος μήτε ψωμὶ νὰ δοκιμάση δὲν ἔχει εὐχέρεια, δὲ θὰ σὲ καταδικάση ἡ συνείδησή σου καὶ δὲ θὰ ἐπαναστατήση ἐναντίον σου κατηγορῶντας αὐτὴν τὴν ἀσυνέπειά σου; Κι ἄν εἶναι αὐτο ἔγκλημα, πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν τυχαίνη νὰ εἶναι τὰ κρεβάτια ντυμένα στὸ ἀσήμι; Θέλεις νὰ δῆς ὀμορφιὰ κρεββατιοῦ; Ἔλα νὰ σοῦ δείξω ὀμορφιὰ ὄχι κρεβατιου κοινοῦ οὔτε στρατιωτικοῦ ἀλλὰ βασιλικοῦ. Κι ἄν εἶσαι ἀπὸ ὅλους πιὸ φιλόδοξος, ξέρω καλὰ πως δὲ θὰ θελήσης νὰ ἔχης κρεβάτι ὡραιότερο ἀπὸ τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι ὁ βασιλιάς μας δὲν εἶναι τυχαῖος ἀλλὰ ὁ πρῶτος, ὁ πιὸ βασιλιας ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες ὅλους, ποὺ ὡς σήμερα σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὸν τραγουδοῦν. Σοῦ δείχνω τὸ κρεβάτι τοῦ μακαρίου Δαυΐδ. Τί λογῆς ἦταν ἡ κλίνη αὐτή; Δὲν ἦταν ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι ἀλλὰ κοσμήματά της ἦσαν ὁλόγυρα τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἐξομολογήσεις. Αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἴδιος· Θὰ καταλύσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, θὰ μουσκέψω μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα μου. Σαν μαργαριτάρια ὁλόγυρα τὴν εἶχαν στολίσει τὰ δάκρυά του.
Στοχαστῆτε πόσο ἀπὸ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχείλιζε ἡ ψυχή του. Ἐπειδὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, οἱ πολλὲς φροντίδες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν ἄρχοντες, στρατηγοί, ἔθνοι, λαοί, στρατιῶτες, πόλεις, ἡ εἰρήνη, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ οἰκογενειακά, τὰ μακρινά, τὰ κοντὰ τὸν πήγαιναν καὶ τὸν ἔφερναν, τί ἔκανε; Τὸν καιρὸ ποὺ ὅλοι ξοδεύομε στὸν ὕπνο ἐκεῖνος τὸν ἀφιέρωνε στὴν ἐξομολόγηση, στὶς προσευχές, στὰ δάκρυα –Καὶ δὲν ἔκαμε ἔτσι μία νύχτα γιὰ νὰ σταματήση τὴ δεύτερη, οὔτε δύο   καὶ τρεῖς κι ἔπειτα νὰ κάμη διάλειμμα. Κάθε νύχτα ἔκαμε τὸ ἴδιο. Θὰ κατακλύσω, λέει, κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου· μὲ τὰ δάκρυά μου θὰ μουσκέψω τὸ κρεβάτι μου. Ἔδειχνε ἔτσι τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων καὶ τὴ συνέχειά τους, ἐνῶ ὅλοι ξεκουράζονταν καὶ ἡσύχαζαν, μόνος ἐκεῖνος συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸ κι ἦταν παρὼν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του, ὅταν ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε καὶ φανέρωνε τὰ ἁμαρτήματά του. Τέτοιο κρεβάτι φτιάξε καὶ σύ. Τὸ ἀσήμι καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸ φθόνο προκαλεῖ καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ συνδαυλίζει.
Μὰ δάκρυα σὰν τοῦ Δαυΐδ μπορεῖ νὰ σβήσουν κι αὐτὴ τὴ φωτιὰ τῆς γέενας. Θέλετε νὰ σᾶς παρουσιάσω κι ἄλλο κρεββάτι; Σᾶς λέγω τοῦ Ἰακώβ. Τὸ χῶμα εἶχε σὰ στρῶμα καὶ πέτρα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· γι’ αὐτὸ καὶ εἶδε τὴ νοητὴ πέτρα καὶ τὴ σκάλα ἐκείνη, ὅπου ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἄγγελοι. Τέτοια κρεβάτια ἄς ἐπινοῦμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τέτοια ὄνειρα. Ἄν ὅμως στ’ ἀσημένιο κρεβάτι κοιτώμαστε, ὄχι μόνο δὲ θ’ ἀπολαύσωμε καμμιὰ εὐχαρίστηση ἀλλὰ θὰ δοκιμάσωμε καὶ λύπη. Ἄν στοχαστῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυχτα, ὅταν σὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ’ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρατα σκεπασμένος, τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα... Τότε κι ἄν εἶσαι ἀπ’ ὅλους πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ. Κανένας στρατιώτης, λέει δὲν πλέκεται στὰ ζητήματα τῆς ζωῆς. Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός. Ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲ βάζει μυρωδικά· αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους, καὶ τοὺς διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῆς σάρκας, τοὺς ἀφρόντιστους. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα ἀλλὰ ἀρετή. Τίποτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν βάζωμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρωδιές. Ἀπόδειξη τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας θὰ ἦταν τ’ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ὅταν ἔρθη ὁ διάβολος καὶ ξεσηκώση τὴν ψυχὴ καὶ τὴ γεμίση μὲ πολλὴ βλακεία, τότε ἀποτυπώνει μὲ τ’ ἀρώματα καὶ πάνω στὸ σῶμα τὴ σφραγίδα τῆς διαφθορᾶς του. Κι ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀδιάκοπο συνάχι καὶ καταρροὴ μολύνουν καὶ τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο μὲ τὰ ἀσταμάτητα ὑγρὰ τῆς μύτης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴν κακία τῆς αἰσχρῆς αὐτῆς καταρροῆς ἀποτυπώνει στὸ σῶμα. Ποιός μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι σοβαρὸς κι ἔντιμος αὐτὸς ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει ἤ καλύτερα ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴ ζωὴ τῶν χορευετριῶν; Ἄς βγάζη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ σναναστρέφωνται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα.
Τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλι τί λέει γι’ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς. Ἐτράφηκσε ὁ ἀγαπητός, πάχυνε καὶ δυνάμωσε κι ἔδωσε κλωτσιά. Δὲν εἶπε -ἔφυγε, ἀλλὰ «ἔδωσε κλωτσιά» -δείχνοντας πόσο ἦταν περήφανος καὶ σὲ χαλινάρι δύσκολος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο· ὅταν φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε μήπως ξεχάσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Ἡ τρυφὴ συνχὰ μᾶς σπρώχνει στὴν λησμονιά. Καὶ σὺ ἀγαπητὲ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς. Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲ θὰ βρεθῆς σ’ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸ Θεό. Δὲ βλέπετε τὰ ζῶα ὅτι μετὰ τὸ παχνὶ βγαίνουν σὲ ταξίδι καὶ μεταφέρουν φορτία ἐκτελῶντας τὸν προορισμό τους; Σὺ ὅμως μετὰ τὸ φαγητὸ γίνεσαι ἄχρηστος κι ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἐργασία. Πῶς νὰ μὴν εἶσαι ἀπὸ τὰ ὑποζύγια κατώτερος; Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατὶ τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶσαι νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἄς μὴ βαδίζωμε στὸ κρεβάτι ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι.
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι πολλοὶ θὰ καταδικάσουν τοὺς λόγους μου, γιατὶ τάχα εἰσάγουν στὴ ζωὴ μιὰ καινούργια καὶ παράδοξη γραμμή. Ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικάσω περισσότερο τὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε τώρα. Ὅτι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ τραπέζι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαδέχεται ὁ ὕπνος καὶ τὸ κρεβάτι ἀλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν, πιὸ καθαρὰ τὸ ἐδήλωσε ο Χριστός. Ὅταν στὴν ἔρημο ἔκαμε τραπέζι στ’ ἄπειρα πλήθη, δὲν τοὺς ἔστειλε στὸ κρεβάτι καὶ στὸν ὕπνο ἀλλὰ τοὺς ἐκάλεσε στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Δὲν ἔκαμε τὸ στομάχι τους νὰ σπάση, οὔτε τοὺς παρέδωσε στὴ μέθη, ἀλλὰ ἀφοῦ ἱκανοποίησε τὴν φυσικὴ ἀνάγκη τῆς πείνας τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἕτσι ἄς κάνωμε κι ἐμεῖς κι ἄς συνηθίσωμε νὰ τρῶμε τόσο ὅσο χρειάζεται νὰ ζοῦμε μονάχα. Ὄχι νὰ εἶναι τὸ στομάχι βαρὺ καὶ νὰ πάη νὰ σπάση.
Γιατὶ δὲν ἐδημιουργηθήκαμε καὶ δὲ ζοῦμε, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰ νὰ ἤρθαμε γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ’ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη σφοδρότερη ἡ κατηγορία τῆς τροφῆς καὶ νὰ πειράξη περισσότερο αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτήν, ἄς ξαναφέρωμε τὸ λόγο στὸν Λάζαρο. Ἔτσι ἡ προτροπὴ κι ἡ συμβουλὴ μου   θὰ γίνη ἀληθινώτερη καὶ ζωηρότερη, ὅταν ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ πράγματα δῆτε νὰ βασανίζωνται καὶ νὰ τιμωροῦνται ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν πολυφαγία. Ὁ πλούσιος λοιπὸν σὲ τόση κακία μέσα ζοῦσε , μέσα σὲ καθημερινὴ τρυφὴ καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια ἀνάβοντας περισσότερο τὴν κόλαση γιὰ τὸν ἑαυτό του, συδαυλίζοντας τὴ φωτιά, κάνοντας τὴν καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καὶ τὴν τιμωρία του ἀσυγχώρητη.
Κι ὁ φτωχός; Ριγμένος στὴν ἐξώπορτά του οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλαστήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε. Δὲν ἀναρωτήθηκε, ὅπως κάνουν πολλοί· Τί σημαίνει αὐτὸ τέλος πάντων; Τοῦτος ποὺ ζῆ μέσα στὴν κακία καὶ στὴν σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία, καὶ ὅλα τὰ περιττὰ ἀπολαμβάνει καὶ λύπη καμμιὰ δὲν ὑπομένει, καὶ κανένα δυσάρεστο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ πολιορκοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χαίρεται ἀτόφια τὴν εὐχαρίστηση. Κι ἐγὼ δὲν ἔχω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ποὺ δαπανᾶ τὴν περιουσία του ὅλη σὲ παράσιτα καὶ κόλακες καὶ μεθύσια σὰν ἀπὸ πηγὲς τρέχουν ὅλα στὸ σπίτι του. Ἐγὼ ὅμως κοίτομαι ἐδῶ θέαμα σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ βλέπουν, ντροπὴ καὶ περίγελως, κι ἀπὸ τὴν πεῖνα λιώνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Παρακολουθεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἡ θεία δικαιοσύνη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε εἶπε οὔτε σκέφτηκε. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν πῆραν οἱ ἄγγελοι καὶ τὸν ἀποκατάστησαν στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Δὲ θὰ τοῦ γινόταν τέτοια τιμή, ἄν ἦταν βλάσφημος. Οἱ πολλοὶ θαυμάζουν τὸ Λάζαρο γιὰ τοῦτο μονάχα, ὅτι ζοῦσε στὴ φτώχεια. Ἐγὼ ὅμως ἀποδεικνύω ὅτι αὐτὸς εἶχε δοκιμάσει ἐννέα εἰδῶν τιμωρίες γιὰ νὰ λάμψη περισσότερο· πρᾶγμα ποὺ ἔγινε.
Εἶναι φοβερὴ στ’ ἀλήθεια ἡ φτωχεία καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴ δοκίμασαν. Δὲν μπορεῖ λόγος νὰ παραστήση τὸν πόνο ποὺ δοκιμάζουν ὅσοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ δὲ γνωρίζουν ἀπὸ πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶχε ὁ Λάζαρος τὸ φοβερὸ αὐτὸ μονάχα ἀλλὰ τὸ συντρόφευε κι ἀρρώστεια καὶ μάλιστα πολὺ βαρειά. Προσέξετε πῶς δείχνει ὅτι κι οἱ δύο συμφορὲς εἶχαν φτάσει τὸ ἄκρο. Ὅτι κάθε φτώχεια ξεπέρασε τότ ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι μήτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν μπροῦσε νὰ ἐπωφεληθῆ. Ὅτι πάλι καὶ ἡ ἀρρώστια του εἶχε φτάσει στὸ ἴδιο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση περισσότερο, αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε λέγοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Τόσο εἶχε ἐξασθενήσει, ὥστε δὲν μποροῦσε μήτε τὰ σκυλιὰ νὰ διώξη ἀλλὰ κοιτόταν ζωντανὸς νεκρὸς κι ἐνῷ τὰ ἔβλεπε ποὺ πλησίαζαν, δὲν εἶχε δύναμη νὰ ἀμηνθῆ. Τόσο εἶχαν παραλύσει τὰ μέλη του κι εἶχε ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Βλέπετε πόσα δεινὰ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώσται πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα του; Κι ἄν τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ μόνο του εἶναι ἀνυπόφορο, ὅταν ἑνωθοῦν, πῶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι διαμάντι αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει; Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν πολλὲς φορὲς ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Ἄλλοι πάλι ἔχουν γιὰ σύντροφο τὴ πιὸ μεγάλη φτώχεια, ἔχουν ὅμως τὴν ὑγεία τους καὶ τὸ ἕνα εἶναι μιὰ ἀνακούφιση γιὰ τὸ ἄλλο. Ἐδῶ ἐνεργοῦσαν καὶ τὰ δύο μαζί. Ἔχεις ὅμως ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ εἶναι καὶ ἄρρωστος καὶ φτωχός. Ὄχι ὅμως πὼς βρισκόταν καὶ σὲ τόση ἐγκατάλειψη. Ἄν δὲν μποροῦσε νὰ βρῆ κάποια βοήθεια ἀπὸ μόνος του ἤ ἀπὸ τοὺς δικούς του, μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, ἀφοῦ κοιτόταν στὴν μέση. Ἀλλὰ ἡ ἀπουσία βοηθῶν ἔκαμε τὰ δεινά του βαρύτερα κι αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται χειρότερη τὸ πέσιμό του στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Ἄν κοιτόταν σ’ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος δὲ θὰ ὑπέφερε τόσο ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ συναντοῦσε. Ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων θὰ τὸν ἔκαμε νὰ ὑποφέρη τὰ παθήματά του καὶ χωρὶς νὰ θέλη. Ἀλλὰ νὰ κοίτεται ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ποὺ ἔπλεαν στὴ μέθη καὶ τὴν καλοπέραση καὶ νὰ μὴν τοῦ δείχνη κανένας τὴν πιὸ μηδαμινὴ φροντίδα, τὸν ἔκαμε νὰ νιώθη δριμύτερα τοὺς πόνους του καὶ ἄναβαν περισσότερο τὴ λύπη του. Γιατὶ πειράζει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ συμφορά του ὄχι τόσο νὰ τοῦ λείπουν οἱ βοηθοί, ὅσο νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τοῦ ἁπλώσουν τὸ χέρι. Αὐτὸ ὑπέφερε κι’ ἐκεῖνος τότε.
Ἀκόμη ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἄλλο πρόσθεσε στὴν ὀδύνη του· ἔλβεπε τὸν ἄλλον νὰ εὐτυχῆ. Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν φθονερὸς καὶ κακὸς ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση ὅλων μας ἐπιβάλλει νὰ λαβαίνωμε ἀκριβέστερη αἴσθηση τῶν συμφορῶν μας, ὅταν ἄλλοι εὐτυχοῦν. Στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου ἦταν καὶ κάτι βαρύτερο ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πειράξη. Δὲν εἶχε ἐντονώτερη τὴν ἐντύπωση τῶν δεινῶν του, ἐπειδὴ ἔκαμε σύγκριση τῆς δυστυχίας του μὲ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, ἀλλὰ ἐπειδὴ συνάμα τὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῆ μὲ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπία προκόβει σὲ ὅλα, ἐνῷ ὁ ἴδιος ποὺ ζοῦσε μὲ ἀρετὴ καὶ καλωσύνη ὑποφέρει τὰ βαρύτερα δεινά. Κι ἀπ’ αὐτὸ πάλι ἡ λύπη του ἦταν ἀπαρηγόρητη. Νὰ ἦταν ὁ πλούσιος δίκαιος, νὰ ἦταν καλωσυνᾶτος, νὰ ἦταν ἄξιος γιὰ θαυμασμό, νὰ ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀρετή, δὲ θὰ τοῦ προξενοῦσε λύπη. Τώρα ὅμως ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὴν ἁμαρτία κι εἶχε φτάσει τὰ ὅρια τῆς κακίας κι ἔδειχνε τόση ἀπανθρωπία, μὲ συναισθήματα ἐχθρικὰ πέρα πέρα· κι ἐνῷ σὰ νὰ ἦταν καμμιὰ πέτρα τὸν προσπερνοῦσε ἀδιάντροπα κι’ ἄσπλαχνα, τώρα ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπολάμβανε τόση εὐτυχία. Στοχαστῆτε πῶς ἦταν φυσικὸ νὰ βυθίζη τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ μέσα σὲ ἀλλεπάλληλα κύματα; Φανταστῆτε τὸ Λάζαρο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν· ἔβλεπε τὰ παράσιτα, τοὺς κόλακες, τοὺς ὑπηρέτες ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ χοροπηδοῦν, νὰ κάνουν κάθε ἀκολασία. Σάμπρως γι’ αὐτὸ εἶχε ριχτῆ στὴν ἐξώπορτα, γιὰ νὰ γίνῃ μάρτυρας τῆς ξένης εὐτυχίας καὶ ζοῦσε ὅσο νὰ νοιώθη τὰ δεινὰ του μονάχα, ναυαγὸς μέσα στὸ λιμάνι, πεθαμένος στὴ δίψα δίπλα στὴν πηγή.
Νὰ ἀναφέρω ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ κι ἄλλο κακό; Δὲν μποροῦσε νὰ στρέψη τὸ βλέμμα του σὲ κάποιο δεύτερο Λάζαρο. Ἐμεῖς κι ἄν ὑποφέρωμε ἀμέτρητα κακά, μποροῦμε νὰ κοιτάξωμε τὸ διπλανό μας καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε μεγάλη ἀνακούφιση καὶ παργηγορία. Νὰ συναντᾶ κανένας ἤ ν’ ἀκούση νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ ὅμοιους του στὶς συμφορὲς φέρνει μεγάλη ἀνακούφιση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μποροῦσε κανένα νὰ δῆ ποὺ νὰ ἔχη πάθει τὰ ἴδια. Μήτε εἶχε ἀκούσει κανέναν ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιοὺς νὰ εἶχε τόσα ὑπομείνει. Αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σκοτίση τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μπορῶ καὶ τοῦτο νὰ ἰσχυριστῶ· δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ στὴν ἔννοια τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἡ ζωή του εἶχε κλειστῆ σ’ αὐτὸν μόνο τὸν κόσμο, ἀφοῦ ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Κι ἄν στὴν ἐποχὴ τὴ δική μας ὕστερα ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ὄμορφες ἐλπίδες γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὶς τιμωρίες γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ ἕτοιμα ἀγαθὰ γιὰ τοὺς δικαίους, ὑπάρχουν μερικοὶ τόσο μικρόψυχοι καὶ τόσο κακομοίρηδες, ὥστε μήτε μὲ τέτοιες προσδοκίες νὰ μὴ διορθώνεται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοῦ ἔλειπε τέτοια ἄγκυρα; Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ τέτοιες σκέψεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα τέτοιων στοχασμῶν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ἄκόμα·   εἶχε χάσει τὴν ὑπόληψή του ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἦταν ἀνόητοι.
Γιατὶ οἱ πολλοὶ, ὅταν ἰδοῦν μερικοὺς νὰ βασανίζωνται μὲ ἀρρώστια ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει καὶ μὲ ὑπέρμετρα δεινά, τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔχουν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτούς, ἀλλὰ κρίνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ συμφορά του καὶ πιστεύουν ὅτι βασανίζεται ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του. Καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, λέγονται ὅμως· ὅτι τάχα, ἄν τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆται μέσα στὴν φτώχεια καὶ σ’ ἄλλα δεινά. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Ἰώβ, τὸ ἴδιο καὶ στὸν Παῦλο. Ἔλεγαν στὸν Ἰώβ. «Μήπως σοῦ εἴπαμε πολλὲς φορὲς δυσάρεστα;Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴ μιλήσῃ ; Σὺ πολλοὺς συμβούλεψες, ἀδύνατα χέρια ἐνίσχυσες, τοὺς κλονισμένους ἐκράτησες μὲ τοὺς λόγους σου, τὰ γόνατα ποὺ λύγιζαν ἐστήριξες. Τώρα ἡ συμφορὰ βρίσκει καὶ σένα καὶ σὺ ταράζεσαι. Δὲν ἦταν ἀνόητη ἡ εὐλάβειά σου;» Αὐτὰ   θέλουν νὰ ποῦν τοῦτο· Ἄν εἶχες κάμει κάτι καλό, δὲ θὰ πάθαινες αὐτὰ ποὺ παθαίνεις· ἀλλὰ πληρώνεις τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες σου. Αὐτὸ πείραζε πιὸ πολὺ τὸ μακάριο Ἰώβ. Τὸ ἴδιο ἔλεγαν οἱ βάρβαροι καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Ὅταν εἶδαν τὴν ἔχιδνα κρεμασμένη ἀπὸ τὸ χέρι του, δὲ σχημάτισαν καλὴ ἰδέα γι’ αὐτὸν ἀλλὰ φαντάσθηκαν πὼς ἦταν ὁ χειρότερος ἐγκληματίας. Φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του· Αὐτὸν, ἄν καὶ σώθηκεν ἀπὸ τὴν θάλασσα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήση ἡ θεία δίκη. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ τοῦτο συχνὰ μᾶς ταράζει. Ἐνῷ ὅμως ἀντιμετώπιζε τόσα κύματα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, δὲ βούλιαζε τὸ σκάφος. Ἀλλὰ συμπεριφερόταν, σὰν νὰ βρίσκοταν τὴ δροσοβόλο κάμινο, καὶ νὰ δοκίμαζε ἀναβρυστικὴ δρόσο.
Δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ λένε οἱ πολλοί· ἄν αὐτὸς ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του κολαστῆ καὶ τιμωρηθῆ, θὰ ἔρθη   ἕνα μὲ ἕνα, ἄν ὅμως   ἀπολαύση κι ἐκεῖ τὶς ἴδιες τιμὲς   θὰ βγάλη δύο μηδέν. Ἤ μήτως δὲν κυκλοφορῆτε τέτοια σεῖς οἱ πολλοὶ μέσα στὴν ἀγορά, φέρνοντας μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ ἱπποδρόμιο καὶ τὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ ἀναφέρω τέτοια λόγια καὶ κοκκινίζω. Εἶναι ὅμως   ἀνάγκη νὰ τὰ πῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ   τὰ ἄτακτα γέλοια καὶ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ βλάβη τῶν λόγων αὐτῶν. Αὐτὰ πολλοὶ τὰ λένε γελῶντας ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἶναι ἐπινόημα τῆς διαβολικῆς κακίας, νὰ εἰσάγωνται στὴν ζωὴ ἀνήθικες ἰδέες   μὲ μορφή ἀστείων. Αὐτὰ καὶ στὰ ἐργαστήρια ἀδιάκοπα καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ τὰ κυκλοφοροῦν, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀνοησία καὶ τρέλλα καὶ κοροϊδία ἀληθινὰ καὶ σκέψη παιδική. Γιατὶ τὸ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἄδικοι, ὅταν πεθάνουν καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε ἀκράδαντα ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν, δείχνει ὅπως νἄχη   ἀνθρώπους ποὺ ἀπιστοῦν κι ἀμφιβάλλουν. Κι ἄν τύχη καὶ τοῦτο, ποὺ θὰ τύχη, νὰ νομίζωμε ὅτι αὐτοὶ θὰ κερδίσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση μὲ τοὺς δίκαιους, αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀνοησία.
Πέστε μου , τί λέτε; ἄν ὁ πλούσιος μετὰ τὸ θάνατό του τιμωρῆται ἐκεῖ, εἶναι ἕνα μ’ ἕνα; Τί νόημα ἔχει τοῦτο; Πόσα χρόνια θέλετε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι θ’ ἀπολαύση ἐδῶ τ’ ἀγαθά του; Ἑκατό; Ἐγὼ βάζω καὶ διακόσια καὶ τριακόσια καὶ διπλάσια, κι ἄν θέλης καὶ χίλια, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὀγδόντα χρόνια λέει, οἱ μέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἄς εἶναι καὶ χίλια. Ἔχομε νὰ δείξωμε ἐδῶ μιὰ ζωὴ ποὺ τέλος δὲν ἔχει καὶ δὲ γνωρίζει ὅριο, ὅπως εἶναι ἐκεῖ ἡ ζωὴ τῶν δικαίων; Πέστε μου, ἄν κάποιος σὲ διάστημα ἑκατὸ ἐτῶν τύχη νὰ δῆ εὐχάριστο ὄνειρο καὶ νὰ δοκιμάση πολλὴ ἀπόλαυση μιὰ νύχτα μόνο, ἐνῶ περνᾶ ἀτελείωτα μαρτύρια κατὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια, θὰ μπορέση τάχα νὰ πῆ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση ἕνα μ’ ἕνα καὶ θὰ μπορέση με τὴ μιὰ ἐκείνη νύχτα τῶν ὀνείρων ν’ ἀντισταθμίση τὰ ἑκατό χρόνια;   Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώση. Αὐτὸ σκέψου καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή.Ὅ,τι εἶναι ἕνα ὄνειρο μπροστὰ στὰ ἑκατὸ χρόνια, εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωὴ μπροστὰ στὴ μέλλουσα. Κι ἀκόμα περισσότερο. Ὅ,τι εἶναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἀπέραντο πέλαγος, εἶναι καὶ τὰ χίλια χρόνια μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μελλοντικὴ δόξα καὶ ἀπόλαυση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πῆ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ὄριο καὶ δὲ γνωρίζει τέλος κι ὅση ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τόση εἶναι ἡ διαφορὰ αὐτὴς κι ἐκείνης τῆς καταστάσεως;
Ἐξ ἄλλου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ τιμωρία, ἀπὸ δῶ τιμωροῦνται ὅσοι ζοῦν στὴν πονηρία καὶ στὴν ἁμαρτία. Μὴ μοὺ ἀναφέρης αὐτὸν μόνο ποὺ ἀπολαμβάνει πλούσιο τραπέζι, ποὺ φορεῖ τὰ μεταξωτά, καὶ διαθέτει κοπάδια δούλων καὶ ἁλωνίζει μέσα στὴν ἀγορά. Ξεδίπλωσε τὴ συνείδησή του καὶ θ’ ἀντικρύσης μέσα πολὺ πλῆθος ἁμαρτημάτων, ἀδιάκοπο φόβο, χειμῶνα καὶ τρικυμία. Θὰ δῆς ὅπως στὸ δικαστήριο ἀνεβασμένο στὸ βασιλικὸ θρόνον τὸ νοῦ, νὰ κάθεται σὰν δικαστής, ἔχοντας δίπλα του τοὺς στοχασμούς σὰν δήμιους, νὰ κρεμάη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ξεσκίζη γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ νὰ φωνάζη δυνατά χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη κανένας παρὰ μόνο ὁ Θεὸς ποὺ τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ μοιχὸς λόγου χάρη κι ἄν εἶναι ζάπλουτος κι ἄν δὲν τὸν κατηγορῆ κανένας, δὲ σταματᾶ νὰ κατηγορῆ μέσα του ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἡ εὐχαρίστηση εἶναι ἐφήμερη, παντοντικὸς ὅμως ὁ πόνος· φόβος καὶ τρόμος παντοῦ, ὑποψία καὶ ἀγωνία. Φοβᾶται τὶς στενωπούς, τρέμει τοὺς ἴσκιους, τοὺς ὑπηρέτες τους, αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν, αὐτοὺς ποὺ δὲ γνωρίζουν, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀδικεῖται, τὸν ἄναδρα ποὺ ἐκτίθεται. Πηγαίνει κι ἔχει μαζί του πικρὸ κατήγορο τὴ συνείδησή του, αὐτοκατδικάζεται καὶ δὲν μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ μιὰ στάλα. Γιατὶ καὶ στὸ κρεβάτι, καὶ στὸ τραπέζι, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι, τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα καὶ στὰ ὄνερά του, πολλὲς φορές, βλέπει τὰ φαντάσματα τῆς ἁμαρτίας. Περνᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καὶ τρέμοντας πάνω στὴ γῆ, καὶ ἐνῶ δὲν τὸ γνωρίζει κανένας ἔχει πάντα μέσα του φωτιὰ ἀναμμένη. Τὸ ἴδιο παθαίνουν οἱ ἅρπαγες κι οἱ πλεονέκτες. Τὸ ἴδιο οἱ μέθυσοι καὶ καθένας γενικὰ ἀπ’ ὅσους ζοῦν στὶς ἁμαρτίες. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ δεκαστῆ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἐπιδιώκωμε τὴν ἀρετή, ὅμως ὑποφέρομε, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐπιδιώκομε, κι ἄν ἐπιδιώκωμε τὴν κακία, μόλις παύση ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀρχίζει ἡ λύπη. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν γιὰ τοὺς ἐδῶ πλούσιους καὶ πονηρούς, καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους ποὺ ἀπολαμβάνουν ἐκεῖ ἕνα μὲ ἕνα ἀλλὰ δύο μηδέν.   Γιατὶ οἱ δίκαιοι δοκιμάζουν πολλὴν εὐχαρίστηση κι ἀπὸ τὰ ἐδῶ κι ἀπὸ τὰ ἐκεῖ. Οἱ πονηροὶ ὅμως κι οἱ πλεονέκτες κι ἐδῶ κι ἐκεῖ τιμωροῦνται. Κι ἐδῶ βασανίζονται μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐκεῖ τιμωρίας καὶ τὴν ὑποψία τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν καταστροφή τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μετὰ τὴν ἀποδημία τους ἀπὸ δῶ ὑπομένουν ἀνυπόφορες τιμωρίες. Ἀπ’ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δίκαιοι, κι ἄν παθαίνουν ἐδῶ μύρια δεινά, τοὺς τρέφει ἡ ἐλπίδα, καὶ δοκιμάζουν καθαρὴ εὐχαρίστηση, σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Κι ἔπειτα, τοὺς περιμένουν τ’ ἀμέτρητα ἀγαθά, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ πληγές·   σκεφτῆτε πῶς εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλο τὸ χρυσάφι. Κι ὄχι μόνο τὴ ψυχὴ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἡ παχυσαρκία καὶ ἡ ὑγεία ἀλλὰ νὰ ὑποφέρη τόσα καὶ τέτοια μαρτύρια. Δὲν προκαλεῖ τὴ σιχασιά μας ὅποιος ἔχει τέτοιες πληγές στὸ σῶμα ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἀμέτρητες πληγὲς στὴν ψυχὴ καὶ καθόλου ὡστόσο γι’ αὐτὲς δὲν φροντίζει. Τέτοιος ἦταν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος· γεμᾶτος ἕλκη ἐσωτερικὰ ὁλόκληρος. Κι ὅπως τὰ   σκυλιὰ ἔγλυφαν τὰ τραύματα τοῦ Λαζάρου, ἔτσι γλύφουν οἱ δαίμονες τ’ ἁμαρτήματα ἐκείνου. Κι ὅπως ὁ ἕνας ζοῦσε πεινῶντας τὴν τροφή, ἔτσι κι ἐκεῖνος πεινοῦσε κάθε ἀρετή.
Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἄς γινώμαστε πιὸ πνευματικοὶ κι ἄς μὴ λέμε, «ἄν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός». Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης. Ὅποιον ἀγαπᾶ παιδεύει ὁ Κύριος· μαστιγώνει καθέναν ποὺ τὸν παραδέχεται γιό του. Καὶ πάλι· Ἄν ἔρχεσαι τέκνο μου νὰ ὑπηρετήσης τὸν Κύριο ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ νὰ δεχτῆ τὸν πειρασμό, ἀτσάλωσε τὴ καρδιά σου καὶ ὑπομόνεψε. Ἄς πετάξωμε λοιπόν, ἀγαπητοί, ἀπὸ πάνω μας τὶς περιττὲς αὐτὲς προλήψεις καὶ τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Αἰσχροὶ καὶ ἀνόητοι κι εὐτράπελοι λόγοι, παραγγέλλει, ἄς μὴ βγαίνουν, ἀπὸ τὸ στόμα μας. Μήτε οἱ ἴδιοι λοιπὸν νὰ τὰ λέμε ἀλλὰ κι ἄλλους ἄν ἀκούσωμε, ἄς τοὺς κλείνωμε τὸ στόμα, κι ἄς ἐξαναστοῦμε μὲ δύναμη, ἄς σταματήσωμε, τὴν ἀναίσχυντη γλῶσσα τους. Ἄν δῆτε, πῆτε μου, ἕνα λήσταρχον νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραφυλάη τοὺς περαστικούς, ν’ ἁρπάζη τὰ γεννήματα, σὲ σπηλιές καὶ λάκκους νὰ χώνη χρυσαφικὰ κι ἀσημικὰ καὶ πολλὰ κοπάδια ν’ ἀποκλείη στὸ λημέρι του, ρουχισμὸ καὶ δούλους νὰ ἐξασφαλίζη ἀπὸ τὴν ἐπιδρομή του ἐκείνη, ἄραγε τὸν μακαρίζετε γιὰ τὸν πλοῦτο οτυ ἤ τὸν ἐλεεινολογεῖτε γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περιμένει; Βέβαια δὲν ἔχει ἀκόμα συλληφθῆ, οὔτε   ἔχη παραδοθῆ στὸν δικαστή, οὔτε στὴν φυλακὴ ἔχει κλειστεῖ, οὔτε ὑπάρχει κατήγορός του, οὔτε ἔχει καταδικαστῆ ἀλλὰ διασκεδάζει καὶ μεθᾶ καὶ τὸν πλοῦτο του ἀπολαμβάνει. Κι ὅμως δὲν τὸν μακαρίζομε γιὰ ὅσα ἔχει τώρα καὶ τὰ βλέπομε, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογοῦμε γιὰ ὅσα τοῦ μέλλονται καὶ τὸν περιμένουν.
Τὸ ἴδιο σκέψου γιὰ ὅσους πλουτοῦν καὶ πλεονεκτοῦν. Εἶναι λησταὶ ποὺ παραφυλάγουν στοὺς δρόμους καὶ ληστεύουν τοὺς περαστικοὺς καὶ καταχωνιάζοουν τὶς ξένες περιουσίες στὰ σπίτια του, ὅπως σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ λάκους. Ἄς μὴν τοὺς καλοτυχίζωμε γιὰ ὅσα ἔχουν, γιὰ ὅσα τοὺς μέλλονται ἄς τοὺς ἐλεεινολογοῦμε, γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τὶς ἀναπόφευκτες εὐθῦνες, γιὰ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο ποὺ τοὺς περιμένει. Καὶ οἱ λησταὶ πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων· μολαταῦτα δὲ θὰ εὐχόμαστε τὴ ζωή τους καὶ τὸν καταραμένο πλοῦτο τους στὸν ἑαυτό μας οὔτε καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Τοῦτο ὅμως δὲ γίνεται μὲ τὸ Θεό· κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κρίση του, παρὰ ὅλοι ποὺ ζοῦν μὲ πλεονεξίες καὶ ἁρπαγὲς θὰ τραβήξουν ἐπάνω τους ἀπὸ μέρους του τὴν τιμωρία τὴν ἀθάνατη, ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος. Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ φέρωμε μπροστά μας, ἀγαπητοί, κι ἄς μὴ μακαρίζωμε ὅσους κολυμποῦνε μέσα στὰ πλούτη παρὰ ὅσους ζοῦνε μέσα στὴν ἀρετή· κι ἄς μὴ ἐλεεινολογῦμε τοὺς φτωχοὺς παρὰ τοὺς κακούς· ἄς μὴν παρατηροῦμε τὰ τωρινὰ, παρὰ ἄς ἐξετάζωμε τὰ μελλοντικά· ἄς μὴν ἐρευνοῦμε τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὴ συνείδηση καθενός. Ἄς ἐπιδιώξωμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ χαρὰ ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, ζηλεύοντας τὸ Λάζαρο, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Δὲν ἔβγαλε πέρα τοῦτος ἕναν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄθλους μονάχα τῆς ἀρετῆς ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, τὴ φτώχεια, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀπουσία προστάτη, ὅτι ὑπέφερε σὲ σπίτι ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ σβήση ὅλα ἐκεῖνα τὰ δεινά του κι ὅμως δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς, ὅτι ἔβλεπε νὰ δοκιμάζη τόση ἀπόλαυση αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσε κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα στὴ κακία καὶ κανένα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη. Δὲν εἶχε κι ἄλλο Λάζαρο νὰ δῆ, δὲν μποροῦσε νὰ ὑψωθῆ σὲ σκέψεις γιὰ τὴν ἀνάσταση, εἶχε τὴν κακὴ ὑπόληψη ποὺ ἀπὸ τὶς συμφορὲς του σχημάτιζαν γι’ αὐτὸν οἱ πολλοί, σὰ νὰ μὴν τὸν ἔφταναν τὰ πάθη του, ἀκόμα δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του δύο καὶ τρεῖς μέρες ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ τὸν πλούσιο στὴν ἀντίθετη. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαμε ν’ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ἐκεῖνος βαστοῦσε μὲ τὸση γενναιότητα ὅλα μαζὶ τὰ δεινὰ κι ἐμεῖς δὲν ἀντέχωμε μήτε τὰ μισὰ; Δὲν μπορεῖτε, δὲν μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε οὔτε ν’ ἀνφέρετε κάποιον ἄλλον μὲ τόσες καὶ τέτοιες συμφορές. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν παρουσίασε μπροστὰ μας ὁ Χριστός· σὲ ὅσο βάθος συμφορᾶς κι ἄν πέσωμε βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ σύνολο τῶν θλίψεων, ν’ ἀντλήσωμε παρηγορία καὶ στήριξη ἀπὸ τὴ σοφία ἐκείνου καὶ τὴν ὑπομονή. Εἶναι κοινος δάσκαλος τῆς οἰκουμένης γιὰ ὅσους ὑποφέρουν ὁποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ βλέπουν καὶ ὑπερβάλλει ὅλους μὲ τὴ συσσώρευση τῶν δεινῶν του. Ἄς εὐχαριστήσμωε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ φιλάνθρωπο Θεό κι ἄς οἰκειοποιηθοῦμε τὴν ὠφέλεια τῆς παραβολῆς   παίρνοντάς την ἀδιάκοπα μαζί μας παντοῦ, στὶς συντροφιές, στὰ σπίτια μας, στὴν ἀγορὰ καὶ μελετῶντας προσεκτικὰ ὅλο τὸν πλοῦτο της. Ἔτσι καὶ τὰ τωρινὰ δεινά μας θα προσπεράσωμε χωρὶς λύπη καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ θὰ κερδίσωμε. Μακάρι νὰ γίνωμε ἄξιοι γι’ αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. 
  
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ. 41-59

Ποιά η ανάλυση της ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν... Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν

Ποιά η ανάλυση της ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν...


Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας

Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν

Mε την βοεράν κραυγήν «Kύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.

Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Iησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον.

Mε την τρίτην λέξιν "Xριστέ", θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.

Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας.

Kαι εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου - είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.

Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν «τόν αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι - πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν - καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.

Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.


Πηγή: Αγάπη εν Χριστώ

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 44 Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων 1 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7) «Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 44
Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων
1 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7)

«Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει»
Ὕ­μνος τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­δελ­φοί μου, ἔ­χει ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Α΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πὴ ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Θε­ω­ρεῖ­ται, ὄ­χι ἄ­δι­κα, ὡς μί­α ἀ­πὸ τὶς ὡ­ραι­ό­τε­ρες σε­λί­δες στὴν παγ­κό­σμια φι­λο­λο­γί­α καὶ ὡς τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­γρα­ψε ὁ Ἀ­πό­στο­λος.

Ἡ ἀ­γά­πη σκε­πά­ζει ὅ­λες τὶς ἐλ­λεί­ψεις τοῦ πλη­σί­ον καὶ δὲν τὸν δι­α­πομ­πεύ­ει γι’ αὐ­τές. Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­γα­πᾶ, συμ­βου­λεύ­ει καὶ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὸν ἀ­δελ­φό του τὰ σφάλ­μα­τά του ἀλ­λὰ πο­τέ δὲν τὰ δη­μο­σι­εύ­ει γιὰ νὰ τὸν ντρο­πια­σει μπρο­στα σὲ ἄλ­λους. Ἐ­νῶ ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ δι­εκ­δι­κεῖ τὰ δι­και­ώ­μα­τά του – γιὰ νὰ μὴν τὸν θε­ω­ροῦν καὶ βλά­κα ποὺ ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ τὸν κα­τα­φρο­νεῖ – ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ πρέ­πει νὰ θυ­σιά­ζει τὰ δι­και­ώ­μα­τά του.

Ἕ­νας νέ­ος παν­τρεύ­τη­κε, ἔ­βα­λε στε­φά­νι, ἔ­γι­νε πα­τέ­ρας. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Ὅ­σο ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρος νοι­α­ζό­ταν μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Τώ­ρα θὰ θυ­σιά­σει τὰ προ­σω­πι­κά του. Τώ­ρα ἔ­χει γυ­ναῖ­κα, πρέ­πει νὰ νοι­ά­ζε­ται γι’ αὐ­τήν, γιὰ τὸ σπί­τι, γιὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξο­δεύ­ει τὰ χρή­μα­τα μό­νο γιά τὸν ἑ­αυ­τό του. Θὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὶς ἀ­παι­τή­σεις του γιὰ τοὺς δι­κούς του.

Τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει γιὰ μί­α κο­πέλ­λα ποὺ παν­τρεύ­τη­κε κι ἔ­γι­νε μά­να. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Τώ­ρα ἔ­χει ἄν­τρα καὶ παι­διά. Θὰ θυ­σιά­σει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀ­να­ψυ­χῆς, ἀ­κό­μα καὶ τοῦ ὕ­πνου καὶ θὰ κα­θί­σει στὸ προ­σκέ­φα­λο τοῦ παι­διοῦ της. Τὸ ἔρ­γο τῆς μά­νας εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι θυ­σί­α.

Ὁ πα­τέ­ρας καὶ ἡ μά­να κα­λοῦν­ται νὰ κά­νουν θυ­σί­ες. Καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­γα­ποῦν τὰ παι­διά τους, μπρο­στὰ σὲ ἄλ­λους δι­και­ο­λο­γοῦν τὶς πρά­ξεις τους, τὰ προ­στα­τεύ­ουν. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ ἡ ζω­ὴ του εἶ­ναι ταυ­τι­σμέ­νη μὲ τὴ θυ­σί­α, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Σὰν τὴ μά­να καὶ σὰν τὸν πα­τέ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Βε­βαί­ως καὶ θὰ κη­ρύ­ξει δη­μό­σια ἤ θὰ μι­λή­σει, θὰ συμ­βου­λεύ­σει τοὺς ἐ­νο­ρί­τες του ἰ­δι­ω­τι­κά. Πο­τέ ὅ­μως δὲν θὰ δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σει τὶς συ­ζη­τή­σεις αὐ­τές, δὲν θὰ ζη­τή­σει δι­και­ώ­μα­τα. Τὰ δά­κρυ­α τῆς μά­νας, οἱ κό­ποι τοῦ πα­τέ­ρα, οἱ ἱ­δρῶ­τες τοῦ ἱ­ε­ρέ­α δὲν πλη­ρώ­νον­ται. Ἄλ­λη εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἀ­μοι­βή, ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς συ­νεί­δη­σης. Σ’ ἕ­να χω­ριό ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πάμ­πτω­χος δά­σκα­λος. «Τί κα­τά­λα­βες στὴ ζω­ή;» τὸν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος. «Ἔ­χω τὴ χα­ρὰ ὅ­τι ἐκ­παί­δευ­σα ὅ­λο τὸ χω­ριό». Ἠ­θι­κὴ ἀ­μοι­βή.

Ὅ­λα τὰ σκε­πά­ζει ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη, ποὺ δὲν ζη­τᾶ ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα. Ἡ ἀ­γά­πη ποὺ εἶ­χε στὴν καρ­διά του ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συγ­χώ­ρη­σε τὸ φο­νιὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, τὸν ἔ­κρυ­ψε γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τέ­ψει ἀ­πὸ τὸν ὄ­χλο,τὸν προ­μή­θευ­σε μὲ τρό­φι­μα καὶ νε­ρὸ καὶ τὸν ἔ­στει­λε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη γιὰ νὰ τὸν γλυ­τώ­σει.

Ἡ ἀ­γά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει. «Οὐ­δέ­πο­τε παύ­ε­ται», λέ­γει ὁ Θε­ό­φρα­στος. Εἶ­ναι λου­λού­δι τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ πέ­τα­λα δὲν πέ­φτουν πο­τέ. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ με­τὰ τὸ θά­να­τό μας. Τὰ αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θὰ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάν­τλη­τα καὶ δὲν μοιά­ζουν μὲ ἕ­να πουγ­κὶ χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα ποὺ τὰ παίρ­νου­με μί­α φο­ρά καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ται. Χω­ρὶς τέ­λος καὶ πάν­το­τε ὁ σω­σμέ­νος χρι­στια­νὸς θὰ βρί­σκε­ται σὲ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό. «Τώ­ρα, στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ μέ­νουν ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα καὶ ἡ ἀ­γά­πη, αὐ­τὰ τὰ τρί­α. Με­γα­λύ­τε­ρη δὲ ἀ­πὸ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη», μᾶς λέ­γει ὁ Θεῖ­ος Παῦ­λος κλεί­νον­τας τὸ κε­φά­λαι­ο. «Τῆς συν­τε­λεί­ας ἐλ­θού­σης ἡ μὲν πί­στις καὶ ἡ ἐλ­πὶς παυ­θή­σον­ται… ἡ δὲ ἀ­γά­πη μέ­νει, κρα­ται­ο­τέ­ρα γι­νο­μέ­νη καὶ σφο­δρο­τέ­ρα», σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ Ζι­γα­βη­νοῦ. Ἡ πί­στη φεύ­γει ὅ­ταν μὲ τὰ μά­τια μας θὰ δοῦ­με τὸ Θε­ό. Θὰ γί­νει αὐ­το­ψί­α καὶ δὲν θὰ χρει­ά­ζε­ται πλέ­ον ἡ πί­στη. Ἡ ἐλ­πί­δα θὰ πε­ρά­σει ἀ­φοῦ θὰ μᾶς δο­θοῦν ἐ­κεῖ­να στὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα ἐλ­πί­ζο­με. Ἡ ἀ­γά­πη ὅ­μως θὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ θὰ αὐ­ξά­νε­ται σὲ τέ­λει­ο βαθ­μό. Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἡ καρ­διά τους εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γά­πη, προ­σεγ­γί­ζουν πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Θε­ὸς πρό­κει­ται νὰ φα­νεῖ «κα­θώς ἐ­στι», πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον, πα­ρα­μέ­νει σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἡ ἀ­γά­πη.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶ­με εἰ­λι­κρι­νά, θὰ προ­στα­τεύ­ου­με τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας καὶ πάν­τα, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ θὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου ἀ­πὸ τὴν πα­ροῦ­σα ζω­ή. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Απορώ πως σε κλέβει το ταγκαλάκι, ενώ εσύ μπορείς να κλέψης τον Παράδεισο! Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης

Απορώ πως σε κλέβει το ταγκαλάκι, ενώ εσύ μπορείς να κλέψης τον Παράδεισο!


Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης
 

Γέροντα, κλέβομαι από τα πάθη μου. Άλλοτε με κλέβει η φιλαυτία, άλλοτε η εξωστρέφεια...
-Αν αφήνη κανείς τους κλέφτες να τον κλέβουν, μπορεί ποτέ να πλουτίση; Κι εσύ, αν αφήσης να σε κλέβουν τα πάθη, μπορείς να κάνης προκοπή; Πάντα φτωχή θα είσαι, γιατί, όσα μαζεύεις, θα τα χάνης. Απορώ πως σε κλέβει το ταγκαλάκι, ενώ εσύ μπορείς να κλέψης τον Παράδεισο!
-Γιατί, Γέροντα, ενώ έχω διάθεση να δουλέψω για μια αρετή, μένω σε μια στάσιμη κατάσταση; τι φταίει;
-Πολλές φορές δεν έχει έρθει και η ωριμότητα γι' αυτήν την αρετή. Εσύ όμως βλέπω ότι άρχισες να ωριμάζης πνευματικά. Πρόσεξε λοιπόν, τώρα που έρχεται η εποχή του καλοκαιριού και η αγουρίδα γίνεται σιγά-σιγά μέλι, να φυλάς καλά τα σταφύλια από τις κουρούνες -τα ταγκαλάκια- ζώντας ταπεινά και αθόρυβα.
-Γέροντα, ό,τι καλό κάνω, τελικά το χάνω, γιατί αμέσως υπερηφανεύομαι.
-Ξέρεις εσύ τι κάνεις; Φτιάχνεις μέλι και ύστερα αφήνεις το ταγκαλάκι και σου το κλέβει, οπότε μένεις με τον κόπο. Όπως ο μελισσουργός ζαλίζει τις μέλισσες με καπνό και παίρνει το μέλι, έτσι κι εσένα σε ζαλίζει το ταγκαλάκι με τον καπνό της υπερηφανείας ,δυο κλέβει το πνευματικό μέλι που έφτιαξες και τρίβει τα χέρια του. Σου κλέβει δηλαδή τα πολύτιμα δώρα του Θεού και ύστερα χαίρεται. Εσύ είσαι έξυπνη, πώς δεν το πιάνεις αυτό; Γιατί δεν πιάνεις τον κλέφτη, τον πονηρό, που σε κλέβει;
-Γέροντα, όταν κάποιος νιώθη ότι ένα χάρισμα που έχει είναι του Θεού, πώς είναι δυνατόν να κλέβεται από τον πειρασμό;
-Κλέβεται, γιατί δεν προσέχει. Ο Θεός προικίζει τον κάθε άνθρωπο με πολλά χαρίσματα, αλλά ο άνθρωπος, ενώ θα έπρεπε να ευγνωμονή γι' αυτά τον Θεό, πολλές φορές δεν υπάρχει, οικειοποιείται τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και καυχάται εσωτερικά. Τότε ο πονηρός διάβολος ,σαν κλέφτης που είναι, πηγαίνει, του κλέβει τα χαρίσματα, τα δηλητηριάζει με τα δηλητήριά του και έτσι τα αχρηστεύει.

Πηγή: (Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»), Εξομολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Προσευχή Γέροντος Σωφρονίου του Essex Κύριε, ασθενής ειμί. Συ οίδας τούτο. Μη υπερίδης με.

Προσευχή Γέροντος Σωφρονίου του Essex



Κύριε, ασθενής ειμί.
Συ οίδας τούτο.
Μη υπερίδης με.
Μη αποστής απ εμού
εν τη πτώση μου.
Γενού εγγύς εμού,
του μηδαμινού,
αλλά διψώντος σε.
Σκήνωσον συ αυτός εν εμοί
παν ότι ενετείλω ημιν,
εν αγάπη ασαλεύτω
εις αιώνας αιώνων.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Η εορτή της Αγἰας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου και ο συνεορτασμός με την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940

Η εορτή της Αγἰας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου και ο συνεορτασμός με την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940


agia_skeph
Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Παπατζανάκη Γεωργίου, Δρος Θεολογίας

Καθώς αναφέρεται στον Μεγάλο Συναξαριστή η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου απαριθμείται στις γιορτές, πού θεσπίστηκαν προς τιμήν των Θεομητορικών αμφίων. Μεταξύ αυτών είναι η κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος (2 Ιουλίου) και η κατάθεση της Τιμίας Ζώνης (31 Αύγουστου).

Το ιστορικό της γιορτής: Η καθιέρωση της γιορτής έλαβε υπόψη, ως υπόθεση και αφορμή, την εμφάνιση της Θεομήτορος σε όραμα μέσα στο ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολεως την εποχή του Λέοντος του Σοφού (886-911). Το όραμα αυτό ή την οπτασία είδαν δύο Μοναχοί, ο όσιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός, και ο φίλος του Επιφάνιος.
Το βίο του Αγ. Ανδρέου και τη γιορτή της Σκέπης της Θεοτόκου γνωρίζουμε από δύο ιστορικές πηγές: Ο συγγραφέας του βίου του Αγ. Ανδρέου, στην ελληνική γλώσσα, ονομάζεται Νικηφόρος και ήταν πρεσβύτερος της μεγάλης Εκκλησίας της Αγίας του Θεού Σοφίας, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Ανδρέα [Νικηφόρου (πρεσβύτερος Κων/λεως), περί του βίου του Αγ. Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού, M PG. 111, 628-888].


Ο δεύτερος συγγραφέας είναι ο Ρώσος Θεολόγος-Αγιολόγος Σέργιος, αρχιεπίσκοπος Βλαδίμηρου, ο οποίος έγραψε ειδική μελέτη και τη δημοσίευσε σε ρωσικό περιοδικό «Στράννικ» με τον τίτλο: Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός και η εορτή της Σκέπης της Θεομήτορος. [Σεργίου, αρχιεπισκόπου Βλαδίμηρου, ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός και η εορτή της Σκέπης της Θεομήτορος, περ. Στράννικ, τεύχη Σεπτ.-Δεκ. 1898 (ρωσ.) Acta SS, Μαίου VI, σ. 4-111]. Ο Σέργιος εξετάζει και ερευνά το βίο του Αγ. Ανδρέου και αποδεικνύει ότι η οπτασία της Θεοτόκου στους Μοναχούς έγινε πιθανώς κατά το β τέταρτο του Γ’ αιώνα, λίγο χρονικό διάστημα προ της κοιμήσεως του Αγ. Ανδρέου (936).

Στο κεφ. 24 του βίου του Αγ. Ανδρέου αναφέρεται το γεγονός της οπτασίας της Θεοτόκου.

Στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Βλαχερνών Κωνσταντινουπόλεως ετελείτο ολονύκτιος αγρυπνία και οι παρευρισκόμενοι πιστοί με ύμνους και προσευχές δοξολογούσαν τον Θεό. Κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας και περί την τετάρτη ώρα της νυκτός, οι άγιοι Ανδρέας και Επιφάνιος είδαν μεγαλοπρεπή γυναίκα να προχωρεί από την ωραία πύλη με συνοδεία αγγελικών Δυνάμενων, προφητών (Ιωάννης ο Πρόδρομος), αποστόλων (Ιωάννης Θεολόγος) και αγίων. Πολλοί άγιοι προπορεύονταν με λευκές στολές ψάλλοντες ιερούς ύμνους. Η γυνή αυτή γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν για πολύ χρονικό διάστημα. Μετά προχώρησε προς το θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για το λαό, ο οποίος ήταν συγκεντρωμένος στο ναό. Κατόπιν έβγαλε το ωμοφόριον (το μαφόριον) πού είχε στο κεφάλι της και σκέπασε τον παρευρισκόμενο λαό.
Οι Μοναχοί έβλεπαν υπεράνω του λαού το εκτεταμένο μαφόριο της Θεοτόκου, το ΟΠΟΥ έλαμπε, ως αστραπή, και ήταν ένα σημείο της παρουσίας της Θεομήτορος. Μετά την αναχώρισή της η Θεοτόκος πήρε μαζί της το μαφόριο και άφησε στη θέση του τη χάρη του Θεού να προστατεύει το λαό Του.
Την εποχή εκείνη, ως είναι γνωστό, οι Χριστιανοί στο Βυζάντιο αντιμετώπιζαν τις επιβουλές των Αγαρηνών. Όταν νίκησαν τις εχθρικές αυτές δυνάμεις γιόρτασαν τη γιορτή της Σκέπης της Θεοτόκου, εκφράζοντες την ευγνωμοσύνη τους για τη βοήθεια και την προστασία της.

Έκτοτε καθιερώθηκε στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία την 1η Οκτωβρίου η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την 1η Οκτωβρίου, επίσης, θεσπίστηκε τον IB αιώνα να γιορτάζεται η μεγάλη γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου και στην Ρωσία. Η μετάθεση της γιορτής της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου από την 1η Οκτωβρίου στην 28η Οκτωβρίου έγινε το 1952. Η σχετική εγκύκλιος 701/31-10-1952 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρει τα εξής:

«Προς τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Η Ιερά Σύνοδος εν τη συνεδρία αυτής της 21ης λήγοντος μηνός ήκουσε του Μακαριωτάτου Προέδρου αυτής εισηγουμένου, πως η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, αγομένη τη 1η Οκτωβρίου, συμπανηγυρίζεται τη 28η αυτού, εν συνδυασμώ προς την κατ’ αυτήν την ημέραν τελουμένην Εθνικήν εορτήν, δεδομένου ότι το Έθνος ημών ανέκαθεν συνέδεσε τα μεγάλα αυτού εθνικά γεγονότα μετά θρησκευτικών εκδηλώσεων, και δη και μάλιστα εορταστικώς απέδωκε τα ευχαριστήρια αυτού εις την Υπέρμαχον Στρατηγόν, την αείποτε προστατεύσασαν και σωτηρίω σκέπη σκεπάσασαν το ευσεβές των Ελλήνων Γένος.»

Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός αναγνωρίζεται μέσα από το περιεχόμενο της Εγκυκλίου, ότι ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένοι. Η Ορθοδοξία δίδαξε και δώρησε στον Ελληνισμό την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο. Ο Ελληνισμός προσέφερε το πνεύμα και τις ιδέες για τις αξίες της ζωής και οργάνωσε με μεγαλύτερη δικαιοσύνη την κοινωνική ζωή. Ιδιαίτερα η συνάντηση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού υπήρξε το μέγα αγαθό της ανθρώπινης ζωής, στην ελευθερία. Οι άνθρωποι ελεύθεροι από εχθρικές δυνάμεις και κυριαρχικές εξουσίες δημιουργούν τα έργα του πολιτισμού και της ειρήνης. Γι’ αυτή την ελευθερία αγωνίζονταν οι Έλληνες στη Βυζαντινή εποχή, στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940, αλλά και σήμερα έναντι των προβλημάτων και των κινδύνων της παγκοσμιοποίησης.
Χρέος και καθήκον όλων των Ελλήνων σήμερα είναι να διαφυλάξουμε και να διατηρήσουμε την ορθόδοξη παράδοσή μας. Πρωτεύοντα ρόλο στον αγώνα αυτό και στην προσπάθεια μας παίζει το πρόσωπο της Θεοτόκου. Γιατί η Παναγία με τη χάρη, την ικεσία και την πρεσβεία της ενδυναμώνει τους πιστούς στον πνευματικό τους αγώνα κατά της αμαρτίας. Όσοι καταφεύγουν με πίστη σ’ αυτή αντλούν δύναμη και εξουδετερώνουν τους ορατούς και αόρατους εχθρούς, πού απειλούν τη ζωή τους.
Η ορθόδοξη παράδοσή μας, όπως είναι γνωστό, εκφράζεται κατεξοχήν στην εκκλησιαστική λατρεία. Οι ειδικοί ερμηνευτές τονίζουν ότι στο περιεχόμενο της εκκλησιαστικής λατρείας, εξυμνείται η θέση της Θεοτόκου μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Η Εκκλησία μέσω της λατρείας προβάλλει το πρόσωπο της Παναγίας, ως πρότυπο, για να μιμηθούν οι πιστοί την καθαρότητα και την αγνότητα του βίου της καθώς και την αρετή της ταπείνωσης και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Σημειώνουμε ότι οι πιστοί έχουν μεγάλη πνευματική ωφέλεια στη ζωή τους από το περιεχόμενο των εκκλησιαστικών ύμνων και ιδιαίτερα από τους ύμνους, πού αναφέρονται στο πρόσωπο της Παναγίας.

Αναφέρω ένα ερμηνευτικό σχόλιο στον Ακάθιστο Ύμνο ενός πιστού ερμηνευτή, στο οποίο τονίζεται η πνευματική ωφέλεια και η εποικοδομητική σπουδαιότητα των ύμνων:
Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελεί σπάνιο σε δύναμη και ομορφιά κομμάτι της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως, στο οποίο ιδιαίτερα αρέσκεται η ευσεβούσα καρδία της Ορθοδοξίας και στο οποίο το Έθνος ψαύει τη συνείδηση του και αφουγκράζεται τους ιστορικούς του παλμούς.

Και τελειώνοντας αναφέρω στίχους από τη Δ’ Στάση των Χαιρετισμών, οι οποίοι εξυμνούν το πρόσωπο της Θεοτόκου ως εξής:

Χαίρε, δι ης εγείρονται τρόπαια, χαίρε, δι ης εχθροί καταπίπτουσι.
το παραδόξου θαύματος, το φθέντος ποτέ, ν Βλαχέρναις Βύζαντος,
τς μόνης τν ποιητν μν κα Κύριον, τεκούσης νευ φθορς·
τ ερν γρ μαφόριον πλωσε
κα πάντας τος εσεβες, περισκεπάσασα χαρίτων νέπλησε,
κα πρς εφροσύνην θείαν συγκαλεται παντας,
το βον γηθοσύνως, χαρε Σκέπη πιστος σκέπουσα.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2007
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον, Τράπεζα Ιδεών

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Ἡ Βυζαντινή μουσική θεραπεύει τήν κατάθλιψη Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης Μιά φορά εἶχε κάποιος δαιμόνιο, ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι-τό ψαλτήρι ἦταν ὄργανο. Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ‘παιζε τό ψαλτήρι κι ἔτσι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ ‘ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη.

Ἡ Βυζαντινή μουσική θεραπεύει τήν κατάθλιψη


Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Μιά φορά εἶχε κάποιος δαιμόνιο, ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι-τό ψαλτήρι ἦταν ὄργανο. Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ‘παιζε τό ψαλτήρι κι ἔτσι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ ‘ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη.


Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τή μαυρίλα νά ‘ρχεται, πάπ! ἕνα δοξαστικό κι ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό. Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό. Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μουσικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήνε κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει. Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία στόν Θεό».


Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή!. Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τή δυσαρμονία, διότι καί ὁ θυμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία. Κι ἔτσι μισεῖ σιγά σιγά τήν κακία καί ἐγκολπώνεται τήν ἀρετή, πού εἶναι ἁρμονία.

Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία. Οὔτε στενοχώριες μπορεῖ νά ἔχεις, οὔτε… Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τή δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τή βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις.


Πηγή: Ολα Στην Φόρα, Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος

Προσευχή για το κάθε τι π. Σωφρόνιος του Έσσεξ Το καθ' ομοίωσιν ως επίκεντρο της ζωής μας

Προσευχή για το κάθε τι


π. Σωφρόνιος του Έσσεξ

Το καθ' ομοίωσιν ως επίκεντρο της ζωής μας

195. Στην κοινή ζωή η υπακοή μας επιτρέπει σιγά-σιγά να κατανοήσουμε την ψυχολογία των άλλων προσώπων. Μαθαίνοντας να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια προσώπων που του μοιάζουν. Έτσι, προοδευτικά, εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για όλη την ανθρωπότητα. Το πνεύμα μας πρέπει ν’ αναπτυχθεί σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου είναι, και όχι μόνο στο επίπεδο των καθημερινών φροντίδων και δυσκολιών. Οι μικρές αυτές εργασίες, οι προστριβές που τις συνοδεύουν, είναι ασφαλώς αναπόφευκτες, αλλά δεν είναι ο τελικός σκοπός της ζωής μας. Ο προορισμός μας είναι να γίνουμε «καθ’ ομοίωσιν» του Χριστού. Εάν όμως «εγώ» δεν μπορώ να φέρω μέσα μου μια μικρή αδελφότητα, πώς θα μπορούσα να αγκαλιάσω, όπως ο Χριστός, το σύνολο της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο και το χώρο;


196. Να ζούμε χριστιανικά σημαίνει να γίνουμε όμοιοι με τον Χριστό, να έχουμε τις ίδιες κινήσεις της καρδιάς, το ίδιο φρόνημα με τον Υιό του Πατρός, όπως μας λέγει ο Απόστολος Παύλος. Αν έχουμε επίγνωση του σκοπού αυτού, αν βρισκόμαστε με όλο μας το είναι στην εσωτερική αυτή κίνηση, ο νους δε θα χαθεί στα μικροπράγματα. Οι επιθυμίες, οι ζήλιες, οι προστριβές και τα μικρά προβλήματα της καθημερινής ζωής θα περάσουν εντελώς απαρατήρητα.

197. Τελούμε από κοινού τη Λειτουργία. Αλλά πληρώνουμε το τίμημά της: Ο καθένας μας οφείλει να φροντίζει για τη σωτηρία όλων. Η ζωή μας είναι ατελεύτητο μαρτύριο.

198. Δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή κατά την εργασία. Μεταβάλλετε ό,τι οφείλετε να κάνετε σε προσευχή. Ανοίγετε μια πόρτα, ζητείστε από τον Κύριο ν’ ανοίξει για σας την πόρτα της μετανοίας. Κτίζετε, αναλογισθείτε ότι κοπιάζετε ματαίως και ότι τίποτε δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, αν ο Ίδιος  ο Θεός δεν συμμετέχει στην οικοδομή. Δε συνηθίζω ν’ αναζητώ πνευματικές συμβουλές από αρχηγούς κρατών και στρατηγούς, αλλά η περίπτωση του Κρόμγουελ είναι ενδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος για κάποια μάχη προσευχόταν: «Κύριε, θα είμαι πολύ απασχολημένος σήμερα· ενδέχεται να Σε ξεχάσω, αλλά Συ μη με ξεχάσεις».

199. Μηχανευθείτε τρόπους να είστε με τον Θεό!

200. Στο Άγιον Όρος, όταν ήμουν ακόμη δόκιμος, ένας γέρος μοναχός μου είπε κάποια μέρα το εξής αξιόλογο σχετικά με τις πιο ταπεινές εργασίες: «Καμιά εργασία δεν υποβιβάζει την αξία του ανθρωπίνου προσώπου. Μόνο η αμαρτία υποβαθμίζει τη Θεία ζωή μέσα μας». Οι εργασίες που δεν μπορούν να καταστούν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στην πνευματική ζωή. Αν είμαι μάγειρας, ετοιμάζω το φαγητό προσευχόμενος γι’ αυτούς που αγαπά ο Κύριος μας. Δεν υπάρχει εδώ πάθος. Ταυτοχρόνως η εργασία αυτή έχει μεγάλη αξία, γιατί μου επιτρέπει να υπηρετώ τους ανθρώπους που αγαπά ο Χριστός. Μπορούμε να ζούμε με ειρήνη, αν κρατάμε τέτοια στάση.

201. Ποιος θα είναι ο πρώτος; Ο Κύριος λέει: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού … και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33). Αυτή είναι η αρχή μας, έστω και αν ακόμη η υλική ζωή μας επιβάλλεται από το πρωΐ ως το βράδυ. Οι στόχοι της ζωής του κόσμου είναι άλλοι, και κανείς δεν έχει πια χρόνο να προσεύχεται.

202. Όταν ο νους και η καρδιά μας στρέφονται προς τον Θεό, όλα γίνονται εύκολα. Χωρίς τη δυναμική αυτή κίνηση προς τον Θεό, η ζωή χάνει το νόημά της.

203. Στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μου έτυχε κάποτε να έχω ταυτοχρόνως ως δεκατέσσερα διακονήματα. Το ανέφερα στον πνευματικό μου: «Δεν κατορθώνω να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου: Έχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μου απάντησε: «Κάνεις λάθος, δεν έχεις παρά ένα μόνο». –«Αλλά, πατέρα μου, απήντησα, έχω δεκατέσσερα!». –«Όχι, μου είπε πάλι, δεν κάνεις παρά ένα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά και προχώρησε στο επόμενο …».

Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο "Περί Πνεύματος και ζωής", Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας), Αγιος Παντελεήμων Δραπετσώνας

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Παρακλητικός Κανών στόν Ἅγιό Δημήτριο / Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεής Ἀθλοφόρος, καί εὐσεβούντων βοηθός καί προστάτης, Μεγαλομάρτυς Ἅγιε Δημήτριε, λύτρωσαι τήν πόλιν σου, συμφορῶν καί κινδύνων, δίδου δέ τοῖς σπεύδουσι, τή πανσέπτω σορῶ σου, ἁμαρτημάτων λύσιν καί παθῶν, ταῖς πρός Θεόν, εὐπροσδέκτοις πρεσβείαις σου

Παρακλητικός Κανών στόν Ἅγιό Δημήτριο

Ἱερεύς: Εὐλογητός Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ὁ Ἀναγνώστης: Ἀμήν.
Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί.
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σου• καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα• γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μου• ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μου• τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ
Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεής Ἀθλοφόρος, καί εὐσεβούντων βοηθός καί προστάτης, Μεγαλομάρτυς Ἅγιε Δημήτριε, λύτρωσαι τήν πόλιν σου, συμφορῶν καί κινδύνων, δίδου δέ τοῖς
σπεύδουσι, τή πανσέπτω σορῶ σου, ἁμαρτημάτων λύσιν καί παθῶν, ταῖς πρός Θεόν, εὐπροσδέκτοις πρεσβείαις σου.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Οὐ σιωπήσομεν ποτέ Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀναξιοι• εἰμή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμας ἐρρύσατο, ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους• οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σού• σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ψαλμός ν΄ (50)
Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου•ἐπί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός. Σοί μόνω ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἄπ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου•ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν•ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν, καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ• τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα• τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν σου
μόσχους.
Ὠδή ἅ’. Ἦχος πλ. δ’. Ὑγρᾶν διοδεύσας
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ἰσχύϊ ἀθλήσας τή θεϊκή, Δημήτριε Μάρτυς, ἰσχύν δίδου κατά παθῶν, τή σῆ ἀντιλήψει Ἀθλοφόρε, τοῖς τή θερμή προσίουσι πρεσβεία σου.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Θαυμάτων παράδοξα ἐνεργῶν, λυτροῦσαι κινδύνων, καί παντοίων ἐπιφορῶν, Δημήτριε Μάρτυς τοῦ Κυρίου, τούς προσίοντας πιστῶς τή πρεσβεία σου.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ἰλέωσαι Μάρτυς ὡς συμπαθής, Χριστόν τόν Σωτήρα, ὡς ἄν εὔρωμεν ἱλασμόν, καί λύσιν παθῶν τέ καί πταισμάτων, οἱ σέ προστάτην πλουτοῦντες Δημήτριε.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Μαρία Παρθένε ἡ ἐν σαρκί, Θεόν τετοκυία, τῆς σαρκός μου τάς χαλεπᾶς, ἴασαι ὀδύνας καί ψυχῆς μου, τήν σκοτομήνην φωτί σου διαλυσον.
Ὠδή γ’. Οὐρανίας ἁψίδος…
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ὑπέρ πάντων δυσώπει, τόν εὐμενῆ Κύριον, πάσης ἐκλυτροῦσθαι ἀνάγκης, καί περιστάσεως, Μάρτυς Δημήτριε, τούς ἀκλινεῖ διανοία τῷ ναῶ σου σπεύδοντας, καί σέ γεραίροντας.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ρῶσιν δίδου σωμάτων, καί τῶν ψυχῶν ἴασιν, καί πολυειδῶν συμπτώματων, τήν ἀπολύτρωσιν, Μάρτυς Δημήτριε, ταῖς πρός Χριστόν ἰκεσίαις, τοῖς θερμῶς προστρέχουσι τή προστασία σου.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Οἱ τῷ θείω ναῶ σου, μετά σπουδῆς σπεύδοντες, πάσης λυτρωθείημεν βλάβης, τοῦ πολεμήτορος, Μάρτυς Δημήτριε, καί θεϊκῆς εὐσπλαχνίας, τύχοιμεν πρεσβείαις σου, ἀξιοθαύμαστε.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Χορηγόν του ἐλέους, καί οἰκτιρμῶν πέλαγος, τόν Δημιουργόν τῶν ἁπάντων, Παρθένε τέξασα, δί’ ἀγαθότητα, ἠμᾶς οἰκτείρησον πάντας, τούς τόν ἀνερμήνευτον, ὑμνοῦντας τόκον σου.
Διασωσον Μεγαλομάρτυς Δημήτριε σαῖς πρεσβείαις, πάσης βλάβης καί θλιβερῶν περιστάσεων, τούς σέ μεσίτην πρόν Κύριον κεκτημένους.
Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενεία πανύμνητε Θεοτόκε ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος.
Αἴτησις καί τό Κάθισμα.
Ἦχος β’. Πρεσβεία θερμή.
Προστάτης θερμός, Θεσσαλονίκης πέφηνας, ἐκ πάσης ὀργῆς, καί θλίψεως ρυόμενος, Δημήτριε πανεύφημε, τούς θερμῶς ἐκβόωντας ἐκ πίστεως. Ἐπερχομένων ἠμᾶς
συμφορῶν, ἀτρώτους διάσωζε δεόμεθα.
Ὠδή δ’. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ἐπιφάνηθι Ἅγιε, ἀοράτως ταύτη τή κληρουχία σου, καί τήν λύπην διασκέδασον, τήν νῦν κατασχοῦσαν τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ὑπερήφανον δράκοντα, καθ’ἠμῶν τά χείρονα τεκταινόμενον, κατασύντριψον Δημήτριε, τή κραταιοτάτη προστασία σου.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Μή ἐλλείπης λυτρούμενος πάσης δυσχερείας ταύτην τήν πόλιν σου, ὡς ἐρρύσω ταύτην Ἅγιε, ἀπειλῆς σεισμοῦ καί ὀλεθρεύσεως.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Ὡς τεκοῦσα ἐν σώματι, τόν Δημιουργόν Παρθένε τῆς κτίσεως, καθικέτευε δεόμεθα, πάσης ἠμᾶς ρύεσθαι κακώσεως.
Ὠδή ἐ’. Φώτισον ἠμᾶς.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Νόσων καί παθῶν, ἀπολύτρωσαι Δημήτριε, τούς προσπίπτοντας τή θεία σου σορῶ, ἐξ ἤς ρέει Παρακλήτου χάρις ἄφθονος.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Ἤθλησας στερρῶς, καί ἠγίασας τήν πόλιν σου, ταῖς τοῦ αἵματος καί μύρου προχοαῖς, ἤν καί νῦν ἐκ πάσης ρύου Μάρτυς θλίψεως.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Μέγαν ἀρωγόν, καί προστάτην συμπαθέστατον, κεκτημένοι σέ οἱ Θεσσαλονικεῖς, κατά χρέος σέ γεραίρουσι Δημήτριε.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Ἄλυπον ἠμῶν, τήν ζωήν Παρθένε τήρησον, καί ἐκ πάσης ἀθυμίας τοῦ ἐχθροῦ, τάς ψυχᾶς ἠμῶν ἁπάλλαξον δεόμεθα.
Ὠδή στ’. Τήν δέησιν.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Σορός σου, Μεγαλομάρτυς ἡ θεία, ὥσπερ ἄλλο ἰλαστήριον θεῖον, Θεσσαλονίκη τή πόλει σου ὤφθη, ἁγιασμόν καί παθῶν ἀπολύτρωσιν, καί ἱλασμόν ἁμαρτιῶν, τοῖς πιστοῖς χορηγοῦσα Δημήτριε.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Σκανδάλων, καί νοσημάτων καί πόνων, καί σεισμοῦ τῆς ὀλεθρίου μανίας, ταῖς πρός Χριστόν ἰκεσίαις σου Μάρτυς, τήν κληρουχίαν σου ἄτρωτον φύλαττε, ὅτι τή σή διά παντός, προστασία προστρέχει Δημήτριε.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Κινδύνου, ὡς ἐλυτρώσω παμμάκαρ, ἐκ σεισμοῦ τοῦ βαρυτάτου λιταίς σου, Θεσσαλονίκην τήν πόλιν σου Μάρτυς, οὕτως αὐτήν ἀεί ἄτρωτον φύλαττε, ἐπερχομένων συμφορῶν, παρρησίαν πλουτῶν πρός τόν Κύριον.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Ἐτέχθη, ἐκ τῶν ἁγνῶν σου αἱμάτων, ὁ τό εἶναι δεδωκῶς πάσι Κόρη, ἐκ τῆς φθορᾶς ἑξαιρούμενος πάντας, τούς προσκυνοῦντας τό μέγα μυστήριον, τοῦ τοκετοῦ σου τοῦ φρικτοῦ, Θεοτόκε Παρθένε Πανύμνητε.
Διασωσον Μεγαλομάρτυς Δημήτριε σαῖς πρεσβείαις, πάσης βλάβης καί θλιβερῶν περιστάσεων, τούς σέ μεσίτην πρόν Κύριον κεκτημένους.
Ἄχραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον ὡς ἔχουσαν Μητρικήν παρρησίαν.
Αἴτησις καί τό Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Πάλαι μέν μύρον εὐῶδες ἀνέβλυζεν, ἡ σή σορός ἡ ἁγία Δημήτριε• νῦν δέ παρέχει τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, τοῦ ἐν αὐτή ἐνοικοῦντος μακάριε, τοῖς πίστει καί πόθω προστρέχουσι.
Προκείμενον.
Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνω πληθυμθήσεται
Στίχ. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ.
Εὐαγγέλιον κατά Λουκᾶν (κά΄ 12-19)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς. Προσέχετε ἀπό τῶν ἀνθρώπων• ἐπιβαλούσι γάρ ἐφ’ ὑμᾶς τάς χείρας αὐτῶν, καί διώξουσι, παραδίδοντες εἰς συναγωγᾶς καί φυλακάς, ἀγομένους ἐπί βασιλεῖς καί ἡγεμόνας, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου. Ἀποβήσεται δέ ὑμίν εἰς μαρτύριον. Θέσθε οὔν εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, μή προμελετᾶν ἀπολογηθήναι• ἐγώ γάρ δώσω ὑμίν στόμα καί σοφίαν, ἡ οὗ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδέ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμίν. Παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων, καί ἀδελφῶν, καί συγγενῶν, καί φίλων, καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν. Καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομα μού• καί θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μή ἀποληται. Ἐν τή ὑπομονή ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχᾶς ὑμῶν.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τοῦ Ἀθλοφόρου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Στίχ. Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
Ὅλη μετά πίστεως, τή σῆ θερμή προστασία, Ἅγιε Δημήτριε, σπεύδουσα ἡ πόλις σου ἀνακράζει σοί. Ὡς ποτέ ἔσωσας, καί πολλάκις Μάρτυς, χαλεπῶν μέ περιστάσεων, οὕτω διάσωσε, καί ἐπερχομένων κακώσεων, λαόν σου τόν θεοφρονα, τόν εἰλικρινῶς πεποιθότα σοί, πταισμάτων τήν λύσιν, αἰτούμενος ἠμίν παρά Χριστοῦ, καί νοσημάτων τήν ἴασιν, καί παθῶν ἐκλύτρωσιν.
Ὁ Ἱερεύς.
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου• ἐπισκεψαι τόν κόσμον σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς. Ὑψωσον κέρας Χριστιανῶν ὀρθοδόξων καί καταπεμψον ἐφ’ ἠμᾶς τά ἐλέη σου τά πλούσια• πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας• δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ• προστασίαις τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων• ἰκεσίαις τοῦ Τιμίου καί Ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου• τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων• ὧν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἠμῶν, μεγάλων ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμμονος, πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργῶν• τῶν ἁγίων ἐνδόξων μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τῶν ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἠμῶν. Τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί ’Ἄννης. καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἰκετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. Ἐπάκουσον ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου καί ἐλέησον ἠμᾶς.
Ὠδή ζ’. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Πειρασμῶν ἀδοκήτων, καί σεισμῶν βαρυτάτων ἠμᾶς ἁπάλλαξον, τή σῆ ἐπιστασία, Δημήτριε τρισμάκαρ, τούς ἐν πίστει κραυγάζοντας• ὁ τῶν Πατέρων ἠμῶν, Θεός εὐλογητός εἰ.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν
Ὡς λειμών πανευώδης, ἡ σορός τῶν λειψάνων σου πνέει πάντοτε, ὀσμήν ἀθανασίας, ἠμῶν τάς διανοίας, μυστικῶς κατευφραίνουσιν, καί τό δυσῶδες παθῶν, Δημήτριε σοβοῦσαν.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Νεκρωθεῖς τή κακία, τή θερμή σου πρεσβεία σπεύδω Δημήτριε, καί πίστει ἐκβοῶ σοί. Νέκρωσον τῶν παθῶν μου, τά σκιρτήματα ἅπαντα, καί ζώωσόν μου τόν νοῦν, τή χάριτί σου Μάρτυς.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Γνώσει λάμπρυνον θεία, τόν ἀγνώμονα νοῦν μου Παρθένε Ἄχραντε, ὡς ἄν τῆς μετανοίας, πορεύσωμαι τάς τρίβους, καί ζωῆς τύχω κρείττονος, ὁ καταφεύγων Ἁγνή, τή κραταιά σου σκέπη.
Ὠδή ἡ’. Τόν Βασιλέα.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ἔχει σέ πόλις, Θεσσαλονίκη προστάτην, διά τοῦτο σου Δημήτριε κηρύττει, τάς εὐεργεσίας, καί χάριτος τόν πλοῦτον.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ρύου ἀπαύστως, ἐπιφορῶν καί κινδύνων, τούς προστρέχοντας τοῖς θείοις σου Λειψάνοις, καί τήν σήν πρεσβείαν, Δημήτριε ζητοῦντας.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ἀΰλου μύρου, τή μυστική εὐωδία, τῶν παθῶν ἠμῶν τήν δυσωδίαν λύσον, ἴνα σέ τιμῶμεν, Δημήτριε παμμάκαρ.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Σύ εἰ Παρθένε, ὡς τοῦ Θεοῦ ἠμῶν Μήτηρ, καταφύγιον καί λύτρον ἐν ἀναγκαις, τῶν ὑπερυψούντων, τόν ἄφραστόν σου τόκον.
Ὠδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Ἰάσεις ἀναβλύζει, ἡ σεπτή σορός σου, τή ἐπομβρία του Πνεύματος Ἅγιε, τοῖς ἀδιστάκτω καρδία σέ μεγαλύνουσι.
Ἅγιέ του Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν.
Μαστίγων ὀλεθρίων, καί σεισμοῦ μανίας, Θεσσαλονίκην τήν πόλιν σου φύλαττε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε εὐφημοῦσαν σέ.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Οἱ πίστει προσιόντες, τή σεπτή σορῶ σου, ἐπηρειῶν χαλεπῶν ἁπαλλάττονται, καί κατά χρέος Δημήτριε ἀνυμνούσι σέ.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Ὑψίστου ἡ καθέδρα, Κεχαριτωμένη, τήν πεπτωκυίαν ψυχήν μου τοῖς πάθεσι, πρός πολιτείας ἁγίας ὕψωσον ἔλλαμψιν.
Τό Ἄξιόν ἐστι καί τά Μεγαλυνάρια
Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον, καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον, σέ μεγαλύνομεν.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καί Θεσσαλονίκης, πολιοῦχος ὁ εὐκλεής• χαίροις Μυροβλύτα, Δημήτριε παμμάκαρ ἠμῶν πρός τόν Σωτήρα, πρέσβυς θερμοτατος.
Δέδεκται ἐν κόλποις τήν ἱεράν, σορόν σου παμμάκαρ, ὡς οὐράνιον θησαυρόν, ἡ Θεσσαλονίκη, ἤς πάλαι ἐστερήθη, καί πόθω εὐφημεῖ σέ Μάρτυς Δημήτριε.
Λύτρωσαι κινδύνων παντοδαπῶν, Δημήτριε Μάρτυς, καί παντοίων δυσχερειῶν, τούς τήν σήν πρεσβείαν, ἀπό ψυχῆς αἰτοῦντας, καί τή σεπτή σορῶ σου, πίστει προσπίπτοντας.
Ὡς ἐρρύσω Μάρτυς φθορᾶς σεισμοῦ, τήν Θεσσαλονίκην, τή θερμή σου ἐπισκοπῆ, οὕτω ταύτην ρύου, καί πάσαν τήν Ἑλλάδα, ἐπερχομένων πόνων, καί περιστάσεων.
Μύρου εὐωδία τοῦ νοητοῦ, Μυροβλύτα Μάρτυς, ἀποδίωξον ἀφ’ ἠμῶν, παθῶν ἀκαθάρτων, τήν δυσωδίαν θάττον, καί τῶν πταισμάτων αἴτει, ἠμίν τήν ἄφεσιν.
Ἴδε τούς ἐστώτας πανευλαβῶς, τή σεπτή σορῶ σου, Μυροβλύτα Μάρτυς σοφέ καί ἄπασι δίδου, τάς σωτηρίους δόσεις, τήν καθ’ ἠμῶν μανίαν, λύων τοῦ δράκοντος.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.
Τό Τρισάγιον, τά συνήθη τροπάρια, ἐκτενής καί ἀπόλυσις, μεθ’ ἤν τό ἑξῆς:
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός
ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Μέγαν εὔρατο ἐν τοῖς κινδύνοις, σέ ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη, ἀθλοφόρε τά ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὔν Λυαίου καθεῖλες τήν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίω θαρρύνας τόν Νέστορα, οὕτως
ἅγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.
Ἡ Αἴτησις ἱερέως…
Ἦχος β’. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πάντας τούς προσπίπτοντας πιστῶς, τοῖς σοῖς μυριπνόοις λειψάνοις, καί δυσωποῦντες σέ, Ἅγιε Δημήτριε, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ, ρύσαι πάσης κακώσεως, σεισμοῦ τέ ἀνάγκης,
καί παντοίων θλίψεων, ψυχῆς καί σώματος, ἔχων πρός Χριστόν παρρησίαν, καί πληρῶν ἀεί τάς αἰτήσεις, τῶν εἰλικρινῶς μακαριζόντων σέ.
Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἠμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.
Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.
Ὁ Ἱερεύς: Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ www.agiosdimitrioskouvaras.blogspot.com